Ετυμολογία

επεξεργασία
underestimate < under- + estimate

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
underestimate underestimates

underestimate (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η υποτίμηση, μια εκτίμηση για κάτι που είναι πολύ χαμηλό
    ⮡  an underestimate of the opponent/the dangers - υποτίμηση του αντιπάλου/των κινδύνων
     συνώνυμα: underestimation
ενεστώτας underestimate
γ΄ ενικό ενεστώτα underestimates
αόριστος underestimated
παθητική μετοχή underestimated
ενεργητική μετοχή underestimating

underestimate (en)

  • υποτιμώ, δεν αντιλαμβάνομαι πόσο καλός, δυνατός, αποφασιστικός, δύσκολος κτλ. είναι κάποιος ή κάτι πραγματικά
    ⮡  I think that we underestimated our opponents.
    Νομίζω ότι υποτιμήσαμε τους αντιπάλους μας.
    ⮡  I underestimated his abilities.
    Υποτίμησα τις ικανότητές του.
    ⮡  Don’t underestimate my intelligence.
    Μην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.