Ετυμολογία

επεξεργασία
underestimation < under- + estimation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
underestimation underestimations

underestimation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η υποτίμηση, μια εκτίμηση για κάτι που είναι πολύ χαμηλό
    ⮡  an underestimation of the opponent/the dangers - υποτίμηση του αντιπάλου/των κινδύνων
     συνώνυμα: underestimate