estimation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- estimation < estimate
Ουσιαστικό επεξεργασία
estimation (en)
- η εκτίμηση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
estimation | estimations |
estimation (fr) θηλυκό
- η εκτίμηση μιας αξίας, o υπολογισμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη estimer