ενικός         πληθυντικός  
estime estimes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

estime (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη estimer