υποτίμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποτίμηση | οι | υποτιμήσεις |
γενική | της | υποτίμησης* | των | υποτιμήσεων |
αιτιατική | την | υποτίμηση | τις | υποτιμήσεις |
κλητική | υποτίμηση | υποτιμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποτιμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποτίμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποτίμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ὑποτιμάω / ὑποτιμῶ < ὑπό (υπο-) τιμάω / τιμῶ
- για την υποτίμηση νομίσματος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dévaluation [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.poˈti.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐τί‐μη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποτίμηση θηλυκό
- (οικονομία) ο (επίσημος) καθορισμός μικρότερης αξίας για κάποιο νόμισμα, η μείωση της αξίας του
- (οικονομία) η μείωση της τιμής ενός αντικειμένου, μιας υπηρεσίας
- η εκτίμηση ότι η αξία ή η σημασία που έχει ένα πρόσωπο ή πράγμα είναι κατώτερη από την πραγματική
- ≈ συνώνυμα: παραγνώριση → δείτε και τη λέξη περιφρόνηση
- ≠ αντώνυμα: υπερτίμηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη υποτιμώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποτίμηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υποτίμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας