υποτίμηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποτίμηση < ελληνιστική κοινή ὑποτίμησις < αρχαία ελληνική ὑποτιμάω / ὑποτιμῶ < τιμάω / τιμῶ (1. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dévaluation)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υποτίμηση θηλυκό
- (οικονομία) ο (επίσημος) καθορισμός μικρότερης αξίας για κάποιο νόμισμα
- (οικονομία) η μείωση της τιμής ενός αντικειμένου, μιας υπηρεσίας κ.λπ.
- η (συνήθως λανθασμένη αλλ’ ενίοτε σωστή) εκτίμηση ότι η αξία ή η σημασία που έχει κάτι (πρόσωπο, αντικείμενο κ.λπ.) είναι κατώτερη απ’ ό,τι συνήθως εκτιμάται
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υποτιμώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποτίμηση