Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποτίμηση οι υποτιμήσεις
      γενική της υποτίμησης* των υποτιμήσεων
    αιτιατική την υποτίμηση τις υποτιμήσεις
     κλητική υποτίμηση υποτιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποτιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτίμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποτίμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ὑποτιμάω / ὑποτιμῶ < ὑπό (υπο-) τιμάω / τιμῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.poˈti.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐τί‐μη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποτίμηση θηλυκό

  1. (οικονομία) ο (επίσημος) καθορισμός μικρότερης αξίας για κάποιο νόμισμα, η μείωση της αξίας του
     αντώνυμα: ανατίμηση
  2. (οικονομία) η μείωση της τιμής ενός αντικειμένου, μιας υπηρεσίας
     αντώνυμα: ανατίμηση
  3. η εκτίμηση ότι η αξία ή η σημασία που έχει ένα πρόσωπο ή πράγμα είναι κατώτερη από την πραγματική
     συνώνυμα: παραγνώριση → δείτε και τη λέξη περιφρόνηση
     αντώνυμα: υπερτίμηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία