Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατίμηση οι ανατιμήσεις
      γενική της ανατίμησης* των ανατιμήσεων
    αιτιατική την ανατίμηση τις ανατιμήσεις
     κλητική ανατίμηση ανατιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατίμηση < ανατιμώ + -ση < αρχαία ελληνική ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ < τιμάω / τιμῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈti.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐τί‐μη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανατίμηση θηλυκό

  1. (οικονομία) η αύξηση της τιμής ενός προϊόντος, μιας υπηρεσίας κ.λπ.
  2. (οικονομία) ο καθορισμός της αξίας ενός νομίσματος σε υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι πριν
    Η ανατίμηση της δραχμής αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο, κυρίως από ψυχολογικής πλευράς, στην πορεία της αγοράς βραχυχρόνια. (*)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία