appreciation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- appreciation < appreciate + -ion
Ουσιαστικό
επεξεργασίαappreciation (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η εκτίμηση, η αναγνώριση της αξίας κάποιου
- ⮡ I have a lot of appreciation for her.
- Έχω πολλή εκτίμηση σε αυτήν.
- ⮡ He has no appreciation for good music.
- Δεν έχει ικανότητα να εκτιμήσει την καλή μουσική.
- ⮡ in appreciation for your help - σε αναγνώριση της βοήθειάς σας
- ⮡ I have a lot of appreciation for her.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η ακριβής αντίληψη
- ⮡ I have a clear appreciation of the problem.
- Έχω σαφή αντίληψη του προβλήματος.
- ⮡ I have a clear appreciation of the problem.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η ανατίμηση, η άνοδος της αξίας
- ⮡ the appreciation of the dollar - η ανατίμηση του δολαρίου
- ≠ αντώνυμα: depreciation