ενεστώτας appreciate
γ΄ ενικό ενεστώτα appreciates
αόριστος appreciated
παθητική μετοχή appreciated
ενεργητική μετοχή appreciating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
appreciate < μεσαιωνική λατινική appreciatus < υστερολατινική appretiatus < λατινική ap- + preti(um) (τιμή, αξία) + -atus. [1]
  • (η 1η σημασία μαρτυρείται από το 1653[2]), (η 3η σημασία μαρτυρείται από το 1787[3]), (η 4η σημασία μαρτυρείται από το 1833[3])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈpriː.ʃi.eɪt/
 

appreciate (en)

  1. (μεταβατικό) εκτιμώ, θεωρώ ότι κάποιος ή κάτι κάτι έχει αξία, καλές ιδιότητες
    ⮡  I appreciate and respect you.
    Σας εκτιμώ και σας σέβομαι.
    ⮡  You must learn to appreciate time.
    Πρέπει να μάθετε να εκτιμάτε τον χρόνο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη respect
  2. (μεταβατικό) εκτιμώ, είμαι ευγνώμων για κάτι που έχει κάνει κάποιος· υποδέχομαι κάτι
    ⮡  I appreciate your efforts.
    Εκτιμώ τις προσπάθειές σας.
    ⮡  I appreciated their honesty.
    Εκτίμησα την ειλικρίνειά τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη respect
  3. (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα
    ⮡  He doesn’t appreciate the seriousness of the situation.
    Δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης.
     συνώνυμα: understand
  4. (αμετάβατο) ανατιμώμαι, αυξάνομαι σε αξία
    ⮡  The euro appreciated against the dollar.
    Ανατιμήθηκε το ευρώ έναντι του δολαρίου
    ⮡  Land appreciated greatly since 2020.
    Η γη ανατιμήθηκε πολύ από το 2020.
     αντώνυμα: depreciate

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. appreciate - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  2. appreciate - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  3. 3,0 3,1 appreciate - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)