respect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
respect | respects |
respect (en)
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) ο σεβασμός
- ↪ We must show respect towards the environment.
- Πρέπει να δείχνουμε σεβασμό απέναντι στο περιβάλλον.
- ↪ We must show respect towards the environment.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | respect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | respects |
αόριστος | respected |
παθητική μετοχή | respected |
ενεργητική μετοχή | respecting |
respect (en)
- σέβομαι, εκτιμώ, έχω μια πολύ καλή γνώμη για κάποιον ή κάτι· Θαυμάζω κάποιον ή κάτι
- ↪ They all respect him.
- Τον σέβονται όλοι.
- ↪ If you don’t respect yourself, how do you expect others to respect you?
- Αν δεν σέβεσαι ο ίδιος τον εαυτό σου, πώς περιμένεις να σε σέβονται οι άλλοι;
- ↪ The village respects him a lot.
- Τον εκτιμούν πολύ στο χωριό.
- ↪ the respected teacher - ο σεβαστός κύριος καθηγητής
- ≈ συνώνυμα: appreciate, esteem, look up to, prize και value
- ↪ They all respect him.
- σέβομαι, προσέχω κάτι· φροντίζω να μην κάνω κάτι που μπορεί να θεωρηθεί λάθος
- ↪ He didn’t respect my opinion/my wishes.
- Δε σεβάστηκε τη γνώμη μου/τις επιθυμίες μου.
- ↪ He didn’t respect my opinion/my wishes.
- σέβομαι, συμφωνώ να μην παραβιάσω νόμο, αρχή κτλ.
- ↪ Please, respect the no smoking signs.
- Παρακαλούμε σεβαστείτε τις απαγορεύσεις του καπνίσματος.
- ↪ Please, respect the no smoking signs.
Πηγές
επεξεργασία- respect (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- respect (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
respect | respects |
respect (fr) αρσενικό