Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
respect respects

respect (en)

  • (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) ο σεβασμός
    We must show respect towards the environment.
    Πρέπει να δείχνουμε σεβασμό απέναντι στο περιβάλλον.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας respect
γ΄ ενικό ενεστώτα respects
αόριστος respected
παθητική μετοχή respected
ενεργητική μετοχή respecting

respect (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

respect < λατινική respectus < respicere

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʁɛs.pɛ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
respect respects

respect (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία