Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
respect respects

respect (en)

  • (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) ο σεβασμός
    ⮡  We must show respect towards the environment.
    Πρέπει να δείχνουμε σεβασμό απέναντι στο περιβάλλον.
ενεστώτας respect
γ΄ ενικό ενεστώτα respects
αόριστος respected
παθητική μετοχή respected
ενεργητική μετοχή respecting

respect (en)

  1. σέβομαι, εκτιμώ, έχω μια πολύ καλή γνώμη για κάποιον ή κάτι· Θαυμάζω κάποιον ή κάτι
    ⮡  They all respect him.
    Τον σέβονται όλοι.
    ⮡  If you don’t respect yourself, how do you expect others to respect you?
    Αν δεν σέβεσαι ο ίδιος τον εαυτό σου, πώς περιμένεις να σε σέβονται οι άλλοι;
    ⮡  The village respects him a lot.
    Τον εκτιμούν πολύ στο χωριό.
    ⮡  the respected teacher - ο σεβαστός κύριος καθηγητής
     συνώνυμα:  appreciate, esteem, look up to, prize και value
  2. σέβομαι, προσέχω κάτι· φροντίζω να μην κάνω κάτι που μπορεί να θεωρηθεί λάθος
    ⮡  He didn’t respect my opinion/my wishes.
    Δε σεβάστηκε τη γνώμη μου/τις επιθυμίες μου.
  3. σέβομαι, συμφωνώ να μην παραβιάσω νόμο, αρχή κτλ.
    ⮡  Please, respect the no smoking signs.
    Παρακαλούμε σεβαστείτε τις απαγορεύσεις του καπνίσματος.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
respect < λατινική respectus < respicere

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁɛs.pɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
respect respects

respect (fr) αρσενικό

  1. ο σεβασμός
  2. η τήρηση

Συγγενικά

επεξεργασία