respect
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
respect | respects |
respect (en)
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) ο σεβασμός
- ↪ We must show respect towards the environment.
- Πρέπει να δείχνουμε σεβασμό απέναντι στο περιβάλλον.
- ↪ We must show respect towards the environment.
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | respect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | respects |
αόριστος | respected |
παθητική μετοχή | respected |
ενεργητική μετοχή | respecting |
respect (en)
- σέβομαι, εκτιμώ
- ↪ The village respects him a lot.
- Τον εκτιμούν πολύ στο χωριό.
- ≈ συνώνυμα: esteem, look up to, value, appreciate, prize
- ↪ The village respects him a lot.
Πηγές επεξεργασία
- respect (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- respect (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
respect | respects |
respect (fr) αρσενικό
- ο σεβασμός