value
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
value | values |
value (en)
- αξία
- τιμή
- (προγραμματισμός) τιμή, περιεχόμενο μεταβλητής ή αποτέλεσμα συνάρτησης
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική:
- call-by-value
- comma-separated values ή CSV
- pass-by-value
- truth value
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | value |
γ΄ ενικό ενεστώτα | values |
αόριστος | valued |
παθητική μετοχή | valued |
ενεργητική μετοχή | valuing |
value (en)
- εκτιμώ, κρίνω την αξία ή την τιμή ενός πράγματος
- εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση κάτι ή κάποιον, αναγνωρίζω την αξία του
Δείτε επίσης
επεξεργασία- value στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ