ενεστώτας evaluate
γ΄ ενικό ενεστώτα evaluates
αόριστος evaluated
παθητική μετοχή evaluated
ενεργητική μετοχή evaluating

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪ̈ˈvaljəˌweɪt/
 

evaluate (en)

  1. αξιολογώ, εκτιμώ
    ⮡  I am evaluating the risks.
    Εκτιμώ τους κινδύνους.
     συνώνυμα: appraise, assess, estimate, value, take stock, rate
  2. (μαθηματικά, πληροφορική) υπολογίζω, βρίσκω την τιμή

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εκτιμώ