rate
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
rate (en)
- αναλογία, ποσοστό, ρυθμός ανάπτυξης, παραγωγής ή γενικά μεταβολής
- ταρίφα
- καθορισμένη τιμή
- συντελεστής
- αποτίμηση
- επιτόκιο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- at any rate: πάση θυσία, όπως και να έχει, πρέπει οπωσδήποτε με οποιοδήποτε κόστος
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- (πληροφορική) data transfer rate
ΡήμαΕπεξεργασία
rate (en)
- υπολογίζω, αποτιμώ, καθορίζω αξία/βαθμό
- κατατάσσω και κατατάσσομαι, κρίνομαι, αξιολογούμαι
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rate | rates |
rate (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rate | rates |
rate (fr) θηλυκό
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
rate (fr)
- → δείτε τη λέξη rater