Δείτε επίσης: raté

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rate rates

rate (en)

  1. η αναλογία, το ποσοστό, ο ρυθμός ανάπτυξης, παραγωγής ή γενικά μεταβολής
    ⮡  the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
  2. η ταρίφα
  3. η καθορισμένη τιμή
  4. ο συντελεστής
    ⮡  The cost will be calculated with a fixed rate of 10%.
    Το κόστος θα υπολογίζεται με σταθερό συντελεστή 10%.
  5. η αποτίμηση
  6. το επιτόκιο

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • at any rate: πάση θυσία, όπως και να έχει, πρέπει οπωσδήποτε με οποιοδήποτε κόστος

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας rate
γ΄ ενικό ενεστώτα rates
αόριστος rated
παθητική μετοχή rated
ενεργητική μετοχή rating

rate (en)

  1. υπολογίζω, αποτιμώ, καθορίζω αξία/βαθμό, εκτιμώ
    ⮡  I think he is rated more than he’s worth.
    Νομίζω ότι τον εκτιμούν περισσότερο από ό,τι αξίζει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη evaluate
  2. κατατάσσω και κατατάσσομαι, κρίνομαι, αξιολογούμαι
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εκτιμώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rate rates

rate (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rate rates

rate (fr) θηλυκό

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

rate (fr)

  • → δείτε τη λέξη rater