Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποσοστό τα ποσοστά
      γενική του ποσοστού των ποσοστών
    αιτιατική το ποσοστό τα ποσοστά
     κλητική ποσοστό ποσοστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποσοστό < πόσο + -οστό (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pourcentage ή tantième)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.soˈsto/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποσοστό ουδέτερο

  1. τμήμα ενός συνολικού ποσούτοις εκατό - % ή τοις χιλίοις - )
  2. (κατ’ επέκταση) μέρος ενός συνόλου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία