ποσόστωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποσόστωση | οι | ποσοστώσεις |
γενική | της | ποσόστωσης* | των | ποσοστώσεων |
αιτιατική | την | ποσόστωση | τις | ποσοστώσεις |
κλητική | ποσόστωση | ποσοστώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποσοστώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποσόστωση θηλυκό
- η κατανομή/ο επιμερισμός ενός συνόλου σε ποσοστά
- η τιμή κάποιου από αυτά
- (οικονομία) η περιοριστική επιβολή ποσοστών σε κάποιες ενέργειες ή δράσεις (εισαγωγές, εξαγωγές, παραγωγή κ.λπ.)
Συγγενικά επεξεργασία
- ποσοστικά
- ποσοστικώς
- → δείτε τις λέξεις ποσοστό και πόσος