πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τμήμα τα τμήματα
      γενική του τμήματος των τμημάτων
    αιτιατική το τμήμα τα τμήματα
     κλητική τμήμα τμήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τμήμα ουδέτερο

  1. μέρος ή υποδιαίρεση ενός συνόλου
     ρίζες ονομάζουμε το τμήμα του φυτού που βρίσκεται μέσα στο έδαφος
  2. υποδιαίρεση
    1. υπηρεσίας, διοικητικής μονάδας
      1. συνώνυμο του αστυνομικό τμήμα
      2. εκλογικό τμήμα
    2. ή εκπαιδευτικής μονάδας
        Πόσα τμήματα έχει η Φιλοσοφική Σχολή στα ελληνικά πανεπιστήμια;
        τάξεις με πολλούς μαθητές, χωρίζονται σε μικρότερα τμήματα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη τέμνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία