υποδιαίρεση
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδιαίρεση | οι | υποδιαιρέσεις |
γενική | της | υποδιαίρεσης* | των | υποδιαιρέσεων |
αιτιατική | την | υποδιαίρεση | τις | υποδιαιρέσεις |
κλητική | υποδιαίρεση | υποδιαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδιαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υποδιαίρεση θηλυκό
- Η διαίρεση ενός στοιχείου σε μικρότερα σε συνδυασμό με τη κατηγοριοποίηση τους
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποδιαίρεση