πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδιαίρεση οι υποδιαιρέσεις
      γενική της υποδιαίρεσης* των υποδιαιρέσεων
    αιτιατική την υποδιαίρεση τις υποδιαιρέσεις
     κλητική υποδιαίρεση υποδιαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδιαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.po.ðiˈe.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποδιαίρεση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποδιαίρεση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία