↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδιαίρεση οι υποδιαιρέσεις
      γενική της υποδιαίρεσης* των υποδιαιρέσεων
    αιτιατική την υποδιαίρεση τις υποδιαιρέσεις
     κλητική υποδιαίρεση υποδιαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδιαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποδιαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποδιαίρε(σις) (< υποδιαιρῶ) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + διαίρεση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.po.ðiˈe.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐δι‐αί‐ρε‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποδιαίρεση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις υπό, διαιρώ, αίρεση, διά και αἰρέω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία