↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποδιαιρεμένος η υποδιαιρεμένη το υποδιαιρεμένο
      γενική του υποδιαιρεμένου της υποδιαιρεμένης του υποδιαιρεμένου
    αιτιατική τον υποδιαιρεμένο την υποδιαιρεμένη το υποδιαιρεμένο
     κλητική υποδιαιρεμένε υποδιαιρεμένη υποδιαιρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποδιαιρεμένοι οι υποδιαιρεμένες τα υποδιαιρεμένα
      γενική των υποδιαιρεμένων των υποδιαιρεμένων των υποδιαιρεμένων
    αιτιατική τους υποδιαιρεμένους τις υποδιαιρεμένες τα υποδιαιρεμένα
     κλητική υποδιαιρεμένοι υποδιαιρεμένες υποδιαιρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποδιαιρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποδιαιρώ

υποδιαιρεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία