↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατηγοριοποίηση οι κατηγοριοποιήσεις
      γενική της κατηγοριοποίησης* των κατηγοριοποιήσεων
    αιτιατική την κατηγοριοποίηση τις κατηγοριοποιήσεις
     κλητική κατηγοριοποίηση κατηγοριοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατηγοριοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατηγοριοποίηση < κατηγοριοποιώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατηγοριοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία