κατηγοριοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατηγοριοποίηση | οι | κατηγοριοποιήσεις |
γενική | της | κατηγοριοποίησης* | των | κατηγοριοποιήσεων |
αιτιατική | την | κατηγοριοποίηση | τις | κατηγοριοποιήσεις |
κλητική | κατηγοριοποίηση | κατηγοριοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατηγοριοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατηγοριοποίηση < κατηγοριοποιώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατηγοριοποίηση θηλυκό
- η κατάταξη ενός συνόλου αντικειμένων σε διάφορες κατηγορίες
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατηγοριοποίηση