classification
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- classification < (άμεσο δάνειο) γαλλική classification
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌklæsɪfɪˈkeɪʃən/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
classification | classifications |
classification (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
classification | classifications |
Ουσιαστικό επεξεργασία
classification (fr) θηλυκό