κατηγοριοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατηγοριοποιώ (παθητικό: κατηγοριοποιούμαι)
- κατατάσσω ένα σύνολο αντικειμένων σε διάφορες κατηγορίες
- Τα κλιματιστικά κατηγοριοποιούνται ανάλογα με...
- (μεταφορικά) εντάσσουν εμένα σε μια κατηγορία ή εντάσσω εγώ κάποιους άλλους, παρότι δεν είναι αντικείμενα
- ...η λεγόμενη αξιολόγηση κατηγοριοποιεί τα παιδιά και ειδικότερα τους Ρομά
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατηγοριοποιώ | κατηγοριοποιούσα | θα κατηγοριοποιώ | να κατηγοριοποιώ | κατηγοριοποιώντας | |
β' ενικ. | κατηγοριοποιείς | κατηγοριοποιούσες | θα κατηγοριοποιείς | να κατηγοριοποιείς | (κατηγοριοποίει) | |
γ' ενικ. | κατηγοριοποιεί | κατηγοριοποιούσε | θα κατηγοριοποιεί | να κατηγοριοποιεί | ||
α' πληθ. | κατηγοριοποιούμε | κατηγοριοποιούσαμε | θα κατηγοριοποιούμε | να κατηγοριοποιούμε | ||
β' πληθ. | κατηγοριοποιείτε | κατηγοριοποιούσατε | θα κατηγοριοποιείτε | να κατηγοριοποιείτε | κατηγοριοποιείτε | |
γ' πληθ. | κατηγοριοποιούν(ε) | κατηγοριοποιούσαν(ε) | θα κατηγοριοποιούν(ε) | να κατηγοριοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατηγοριοποίησα | θα κατηγοριοποιήσω | να κατηγοριοποιήσω | κατηγοριοποιήσει | ||
β' ενικ. | κατηγοριοποίησες | θα κατηγοριοποιήσεις | να κατηγοριοποιήσεις | κατηγοριοποίησε | ||
γ' ενικ. | κατηγοριοποίησε | θα κατηγοριοποιήσει | να κατηγοριοποιήσει | |||
α' πληθ. | κατηγοριοποιήσαμε | θα κατηγοριοποιήσουμε | να κατηγοριοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | κατηγοριοποιήσατε | θα κατηγοριοποιήσετε | να κατηγοριοποιήσετε | κατηγοριοποιήστε | ||
γ' πληθ. | κατηγοριοποίησαν κατηγοριοποιήσαν(ε) |
θα κατηγοριοποιήσουν(ε) | να κατηγοριοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατηγοριοποιήσει | είχα κατηγοριοποιήσει | θα έχω κατηγοριοποιήσει | να έχω κατηγοριοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατηγοριοποιήσει | είχες κατηγοριοποιήσει | θα έχεις κατηγοριοποιήσει | να έχεις κατηγοριοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατηγοριοποιήσει | είχε κατηγοριοποιήσει | θα έχει κατηγοριοποιήσει | να έχει κατηγοριοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατηγοριοποιήσει | είχαμε κατηγοριοποιήσει | θα έχουμε κατηγοριοποιήσει | να έχουμε κατηγοριοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατηγοριοποιήσει | είχατε κατηγοριοποιήσει | θα έχετε κατηγοριοποιήσει | να έχετε κατηγοριοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατηγοριοποιήσει | είχαν κατηγοριοποιήσει | θα έχουν κατηγοριοποιήσει | να έχουν κατηγοριοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατηγοριοποιούμαι | κατηγοριοποιούμουν | θα κατηγοριοποιούμαι | να κατηγοριοποιούμαι | κατηγοριοποιούμενος | |
β' ενικ. | κατηγοριοποιείσαι | κατηγοριοποιούσουν | θα κατηγοριοποιείσαι | να κατηγοριοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | κατηγοριοποιείται | κατηγοριοποιούνταν | θα κατηγοριοποιείται | να κατηγοριοποιείται | ||
α' πληθ. | κατηγοριοποιούμαστε | κατηγοριοποιούμασταν κατηγοριοποιούμαστε |
θα κατηγοριοποιούμαστε | να κατηγοριοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | κατηγοριοποιείστε | κατηγοριοποιούσασταν κατηγοριοποιούσαστε |
θα κατηγοριοποιείστε | να κατηγοριοποιείστε | κατηγοριοποιείστε | |
γ' πληθ. | κατηγοριοποιούνται | κατηγοριοποιούνταν | θα κατηγοριοποιούνται | να κατηγοριοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκα | θα κατηγοριοποιηθώ | να κατηγοριοποιηθώ | κατηγοριοποιηθεί | ||
β' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκες | θα κατηγοριοποιηθείς | να κατηγοριοποιηθείς | κατηγοριοποιήσου | ||
γ' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκε | θα κατηγοριοποιηθεί | να κατηγοριοποιηθεί | |||
α' πληθ. | κατηγοριοποιηθήκαμε | θα κατηγοριοποιηθούμε | να κατηγοριοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | κατηγοριοποιηθήκατε | θα κατηγοριοποιηθείτε | να κατηγοριοποιηθείτε | κατηγοριοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατηγοριοποιήθηκαν κατηγοριοποιηθήκαν(ε) |
θα κατηγοριοποιηθούν(ε) | να κατηγοριοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατηγοριοποιηθεί | είχα κατηγοριοποιηθεί | θα έχω κατηγοριοποιηθεί | να έχω κατηγοριοποιηθεί | κατηγοριοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατηγοριοποιηθεί | είχες κατηγοριοποιηθεί | θα έχεις κατηγοριοποιηθεί | να έχεις κατηγοριοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατηγοριοποιηθεί | είχε κατηγοριοποιηθεί | θα έχει κατηγοριοποιηθεί | να έχει κατηγοριοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατηγοριοποιηθεί | είχαμε κατηγοριοποιηθεί | θα έχουμε κατηγοριοποιηθεί | να έχουμε κατηγοριοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατηγοριοποιηθεί | είχατε κατηγοριοποιηθεί | θα έχετε κατηγοριοποιηθεί | να έχετε κατηγοριοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατηγοριοποιηθεί | είχαν κατηγοριοποιηθεί | θα έχουν κατηγοριοποιηθεί | να έχουν κατηγοριοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατηγοριοποιώ