categorize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | categorize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | categorizes |
αόριστος | categorized |
παθητική μετοχή | categorized |
ενεργητική μετοχή | categorizing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcategorize (en)
- αμερικανική γραφή του categorise
- ⮡ The measures can be categorized into three types.
- Τα μέτρα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις τύπους.
- ⮡ The measures can be categorized into three types.