ποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποιῶ, συνηρημένος τύπος του ποιέω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαποιώ, πρτ.: ποιούσα, αόρ.: ποίησα/εποίησα, παθ.φωνή: ποιούμαι, π.αόρ.: ποιήθηκα, μτχ.π.π.: ποιημένος
- (λόγιο, παρωχημένο) κατασκευάζω, δημιουργώ, κάνω κάτι, εκτελώ
Σύνθετα
επεξεργασίαΣτα νέα ελληνικά, κυρίως σε σύνθετα -ποιώ
Συγγενικά
επεξεργασία- ποίηση
- -ποίηση Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ποίηση στο Βικιλεξικό
- ποίημα
- -ποιός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιός στο Βικιλεξικό
- -ποιείο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιείο στο Βικιλεξικό
- → και δείτε τις λέξεις ποιέω και ποιοῦμαι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ποιώ | ποιούσα | θα ποιώ | να ποιώ | ποιώντας | |
β' ενικ. | ποιείς | ποιούσες | θα ποιείς | να ποιείς | (ποίει) | |
γ' ενικ. | ποιεί | ποιούσε | θα ποιεί | να ποιεί | ||
α' πληθ. | ποιούμε | ποιούσαμε | θα ποιούμε | να ποιούμε | ||
β' πληθ. | ποιείτε | ποιούσατε | θα ποιείτε | να ποιείτε | ποιείτε | |
γ' πληθ. | ποιούν(ε) | ποιούσαν(ε) | θα ποιούν(ε) | να ποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ποίησα | θα ποιήσω | να ποιήσω | ποιήσει | ||
β' ενικ. | ποίησες | θα ποιήσεις | να ποιήσεις | ποίησε | ||
γ' ενικ. | ποίησε | θα ποιήσει | να ποιήσει | |||
α' πληθ. | ποιήσαμε | θα ποιήσουμε | να ποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ποιήσατε | θα ποιήσετε | να ποιήσετε | ποιήστε | ||
γ' πληθ. | ποίησαν ποιήσαν(ε) |
θα ποιήσουν(ε) | να ποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ποιήσει | είχα ποιήσει | θα έχω ποιήσει | να έχω ποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ποιήσει | είχες ποιήσει | θα έχεις ποιήσει | να έχεις ποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ποιήσει | είχε ποιήσει | θα έχει ποιήσει | να έχει ποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ποιήσει | είχαμε ποιήσει | θα έχουμε ποιήσει | να έχουμε ποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ποιήσει | είχατε ποιήσει | θα έχετε ποιήσει | να έχετε ποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ποιήσει | είχαν ποιήσει | θα έχουν ποιήσει | να έχουν ποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ποιούμαι | ποιούμουν | θα ποιούμαι | να ποιούμαι | ποιούμενος | |
β' ενικ. | ποιείσαι | ποιούσουν | θα ποιείσαι | να ποιείσαι | ||
γ' ενικ. | ποιείται | ποιούνταν | θα ποιείται | να ποιείται | ||
α' πληθ. | ποιούμαστε | ποιούμασταν ποιούμαστε |
θα ποιούμαστε | να ποιούμαστε | ||
β' πληθ. | ποιείστε | ποιούσασταν ποιούσαστε |
θα ποιείστε | να ποιείστε | ποιείστε | |
γ' πληθ. | ποιούνται | ποιούνταν | θα ποιούνται | να ποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ποιήθηκα | θα ποιηθώ | να ποιηθώ | ποιηθεί | ||
β' ενικ. | ποιήθηκες | θα ποιηθείς | να ποιηθείς | ποιήσου | ||
γ' ενικ. | ποιήθηκε | θα ποιηθεί | να ποιηθεί | |||
α' πληθ. | ποιηθήκαμε | θα ποιηθούμε | να ποιηθούμε | |||
β' πληθ. | ποιηθήκατε | θα ποιηθείτε | να ποιηθείτε | ποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | ποιήθηκαν ποιηθήκαν(ε) |
θα ποιηθούν(ε) | να ποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ποιηθεί | είχα ποιηθεί | θα έχω ποιηθεί | να έχω ποιηθεί | ποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις ποιηθεί | είχες ποιηθεί | θα έχεις ποιηθεί | να έχεις ποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ποιηθεί | είχε ποιηθεί | θα έχει ποιηθεί | να έχει ποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ποιηθεί | είχαμε ποιηθεί | θα έχουμε ποιηθεί | να έχουμε ποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ποιηθεί | είχατε ποιηθεί | θα έχετε ποιηθεί | να έχετε ποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ποιηθεί | είχαν ποιηθεί | θα έχουν ποιηθεί | να έχουν ποιηθεί |