Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ποιώ ( < αρχαία ελληνική ποιέομαι-ποιοῦμαι)

  Ρήμα επεξεργασία

ποιούμαι

  1. κάνω, εκτελώ, πραγματοποιώ
  2. ως β ΄ συνθετικό δείχνει:
    α) κατά κανόνα ότι με κάποια διαδικασία εκουσια ή ακούσια μεταβάλλομαι σε ό,τι σημαίνει το α ΄ συνθετικό , γίνομαι, παίρνω τη μορφή ή την ιδιότητά του, ότι παθαίνω, υφίσταμαι εκείνο που δηλώνει το α΄
    β) χωρίς παθητική σημασία (σπανιότερα), κάνω, καθιστώ κάτι, το μεταβάλλω εγώ σε εκείνο που δηλώνει το α΄ συνθετικό (ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, αντιποιούμαι, αποποιούμαι, αποστασιοποιούμαι) ή πάντως ενεργώ (προσποιούμαι, περιποιούμαι, αυτοϊκανοποιούμαι)


Κλίση επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Δείτε επίσης: ποιώ, ποιέω

  Μεταφράσεις επεξεργασία