-ποίηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ποίηση | οι | -ποιήσεις |
γενική | της | -ποίησης* | των | -ποιήσεων |
αιτιατική | τη(ν) | -ποίηση | τις | -ποιήσεις |
κλητική | -ποίηση | -ποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, -ποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ποίηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ποίη(σις) + -ση < ποιέω / ποιῶ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ποί‐η‐ση
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ποίηση
- β’ συνθετικό που δηλώνει τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της παραγωγής του α’ συνθετικού
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
και καθαρεύουσα -ποίησις
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-ποίηση
|