Δείτε επίσης: ποίηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ποίηση οι -ποιήσεις
      γενική της -ποίησης* των -ποιήσεων
    αιτιατική τη(ν) -ποίηση τις -ποιήσεις
     κλητική -ποίηση -ποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, -ποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ποίηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ποίη(σις) + -ση < ποιέω / ποιῶ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ποί‐η‐ση

  Επίθημα επεξεργασία

-ποίηση

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

και καθαρεύουσα -ποίησις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)