Δείτε επίσης: πύηση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποίηση οι ποιήσεις
      γενική της ποίησης* των ποιήσεων
    αιτιατική την ποίηση τις ποιήσεις
     κλητική ποίηση ποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποίηση θηλυκό

  1. (λογοτεχνία) μορφή τέχνης γραπτού λόγου με στίχους και όχι πεζό λόγο
      Η ποίηση διαφέρει από τον πεζό λόγο.
  2. το δημιούργημα του ποιητή, το ποίημα, το έργο του
     Γράφει ποίηση | η ποίηση του Σεφέρη
  3. η καλλιτεχνική, αισθητική διάθεση, η ποιητικότητα
      η ποίηση του έρωτα | η ποίηση της θάλασσας
  4. η δημιουργία, η πραγμάτωση
      η ποίηση ενός νέου κόσμου, η ποίηση μιας καλύτερης κοινωνίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία