Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποίησῐς αἱ ποιήσεις
      γενική τῆς ποιήσεως τῶν ποιήσεων
      δοτική τῇ ποιήσει ταῖς ποιήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ποίησῐν τὰς ποιήσεις
     κλητική ! ποίησῐ ποιήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποιήσει
γεν-δοτ τοῖν  ποιησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποίησις < ποιέω / ποιώ, ποιη- + -σις (-ησις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποίησις, -εως θηλυκό

  1. δημιουργία, κατασκευή
  2. ποίηση, η ποιητική τέχνη

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία