δημιούργημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημιούργημα < (ελληνιστική κοινή) δημιούργημα < αρχαία ελληνική δημιουργέω / δημιουργῶ < δημιουργός < δῆμος + ἔργον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.miˈuɾ.ʝi.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημιούργημα ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις δημιουργός, δήμος και έργο