δημιουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημιουργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημιουργός
Ουσιαστικό επεξεργασία
δημιουργός αρσενικό ή θηλυκό
- που δημιουργεί, που παράγει κάτι από το μηδέν
- που φτιάχνει κάτι καινούριο, είτε επειδή θα είναι χρήσιμο είτε στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας
- που ασχολείται δημιουργικά με κάτι καινούριο, συνήθως ασχολούμενος με μια από τις καλές τέχνες
- που γίνεται η αιτία να γίνει κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
δημιουργός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δημιουργός | οἱ | δημιουργοί |
γενική | τοῦ | δημιουργοῦ | τῶν | δημιουργῶν |
δοτική | τῷ | δημιουργῷ | τοῖς | δημιουργοῖς |
αιτιατική | τὸν | δημιουργόν | τοὺς | δημιουργούς |
κλητική ὦ! | δημιουργέ | δημιουργοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημιουργώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δημιουργοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
δημιουργός < επικός τύπος δημιοεργός < θέμα δημιο- (< δῆμος) + (ϝ)εργός (<ἔργον) [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
δημιουργός αρσενικό
- αυτός που εργάζεται για το λαό, ο επιδέξιος τεχνίτης, χειροτέχνης
- αυτός που φτιάχνει
- → δείτε τη λέξη Δημιουργός ποιητής, δημιουργός του κόσμου
- (σε μερικές πόλεις της Πελοποννήσου) ανώτατο πολιτικό πρόσωπο
- (ως θηλυκό) (Χρειάζεται επεξεργασία)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- επικός τύπος : δημιοεργός
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά επεξεργασία
- δημιουργία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- δημιουργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημιουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.