δημιουργός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δημιουργός < αρχαία ελληνική δημιουργός < δημιοεργός < δῆμος + ἔργον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δημιουργός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που δημιουργεί, που παράγει κάτι από το μηδέν
- αυτός που φτιάχνει κάτι καινούριο, είτε επειδή θα είναι χρήσιμο είτε στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας
- αυτός που ασχολείται δημιουργικά με κάτι καινούριο, συνήθως ασχολούμενος με μια από τις καλές τέχνες
- αυτός που γίνεται η αιτία να γίνει κάτι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δημιουργός αρσενικό
- αυτός που εργάζεται για το λαό, ο επιδέξιος τεχνίτης, χειροτέχνης
- αυτός που φτιάχνει
- Ποιητής, Δημιουργός του κόσμου
- (σε μερικές πόλεις της Πελοποννήσου) ανώτατο πολιτικό πρόσωπο