Δείτε επίσης: démiurge

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

demiurge (en)

  1. Δημιουργός, κοσμοπλάστης
  2. (φιλοσοφία) Θεός που έπλασε τον υλικό μα όχι τον πνευματικό κόσμο