δημιοεργός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δημιοεργός | οἱ | δημιοεργοί |
γενική | τοῦ | δημιοεργοῦ | τῶν | δημιοεργῶν |
δοτική | τῷ | δημιοεργῷ | τοῖς | δημιοεργοῖς |
αιτιατική | τὸν | δημιοεργόν | τοὺς | δημιοεργούς |
κλητική ὦ! | δημιοεργέ | δημιοεργοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημιοεργώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δημιοεργοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
δημιοεργός αρσενικό