creator
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
creator | creators |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcreator (en)
- ο δημιουργός
- ⮡ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
- Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
- ⮡ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.