Ισπανικά (es) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
autor autores

  Ετυμολογία επεξεργασία

autor < λατινική auctor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

autor (es) αρσενικό

  1. συγγραφέας
  2. δημιουργός



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

autor < (άμεσο δάνειο) γερμανική Autor < παλαιά γαλλική autor < λατινική auctor

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.wtɔr/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

autor (pl) αρσενικό

  1. ο συγγραφέας
  2. ο δημιουργός, κατασκευαστής, πρωτουργός

Συγγενικά επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

autor < λατινική auctor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

autor (ro) αρσενικό

Κλίση επεξεργασία



Σερβικά (sr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

autor (sr)