Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατασκευαστής οι κατασκευαστές
      γενική του κατασκευαστή των κατασκευαστών
    αιτιατική τον κατασκευαστή τους κατασκευαστές
     κλητική κατασκευαστή κατασκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατασκευαστής < ελληνιστική κοινή κατασκευαστής < αρχαία ελληνική κατασκευάζω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κατασκευαστής αρσενικό (θηλυκό κατασκευάστρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει κάτι
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μέθοδος κατασκευαστής

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία