κατασκευαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασκευαστής < ελληνιστική κοινή κατασκευαστής < αρχαία ελληνική κατασκευάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατασκευαστής αρσενικό (θηλυκό κατασκευάστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει κάτι
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μέθοδος κατασκευαστής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατασκευάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκευαστής
αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός