manufacturer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmanufacturer (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ny.fak.ty.ʁe/
Ρήμα
επεξεργασίαmanufacturer (fr)
- (παρωχημένο) παράγω βιομηχανικά προϊόντα σε εργοστάσιο
manufacturer (en)
manufacturer (fr)