Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εργοστάσιο τα εργοστάσια
      γενική του εργοστασίου
εργοστάσιου
των εργοστασίων
    αιτιατική το εργοστάσιο τα εργοστάσια
     κλητική εργοστάσιο εργοστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργοστάσιο < έργο + -ο- + -στάσιο < αρχαία ελληνική ἔργον + ἵστημι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɾ.ɣoˈsta.si.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργοστάσιο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία