εργοστάσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eɾ.ɣoˈsta.si.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργοστάσιο ουδέτερο
- βιομηχανικό συγκρότημα παραγωγής κάποιων προϊόντων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εργοστασιακά
- εργοστασιάκι
- εργοστασιακός
- εργοστασιάρα
- → δείτε τις λέξεις έργο και στάση
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εργοστάσιο
|