εργοστασιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εργοστασιακός < εργοστάσιο + -ακός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εργοστασιακός -ή -ό
- που έχει σχέση με εργοστάσιο, ανήκει σ’ αυτό ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εργοστάσιο, έργο και στάση