factory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
factory | factories |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfactory (en)
- το εργοστάσιο, η φάμπρικα
- ↪ The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
- Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.
- ↪ The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
- (προγραμματισμός) συνάρτηση (function factory), μέθοδος (method factory), κ.λπ. που δημιουργεί ένα αντικείμενο (συνάρτηση, κλάση, κλπ.) δυναμικά (κατά την εκτέλεση του προγράμματος)