↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάμπρικα οι φάμπρικες
      γενική της φάμπρικας
    αιτιατική τη φάμπρικα τις φάμπρικες
     κλητική φάμπρικα φάμπρικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάμπρικα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fabbrica < λατινική fabrica < faber < πρωτοϊταλική *fabros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰabʰ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάμπρικα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, λαϊκότροπο) το εργοστάσιο
    ※  Σφυρίζει η φάμπρικα, μόλις χαράζει, οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά, / για να δουλέψουνε όλη τη μέρα· γεια σου, περήφανη κι αθάνατη εργατιά.
    Στίχοι από το τραγούδι «Οι φάμπρικες» σε στίχους και μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη
  2. (μεταφορικά) τρόπος για να εξαπατήσεις τους άλλους
    ※  Η φάμπρικα των ΜΚΟ: Οταν στη χώρα των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων έχουν ξεφυτρώσει, κατά ορισμένους υπολογισμούς, 30.000 Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, δεν χρειάζονται άλλα... κίνητρα για να ξυπνήσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους. Η φάμπρικα που στήθηκε, με τη συνδρομή διεθνών οργανισμών, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει προμετωπίδα τον εθελοντισμό, την αλληλεγγύη σε πάσχοντες και γενικά το κοινωνικό έργο. (*enet.gr)
     συνώνυμα: επινόηση, κόλπο, τέχνασμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία