φάμπρικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάμπρικα | οι | φάμπρικες |
γενική | της | φάμπρικας | — | |
αιτιατική | τη | φάμπρικα | τις | φάμπρικες |
κλητική | φάμπρικα | φάμπρικες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάμπρικα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fabbrica < λατινική fabrica < faber < πρωτοϊταλική *fabros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰabʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάμπρικα θηλυκό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) το εργοστάσιο
- ※ Σφυρίζει η φάμπρικα, μόλις χαράζει, οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά, / για να δουλέψουνε όλη τη μέρα· γεια σου, περήφανη κι αθάνατη εργατιά.
- Στίχοι από το τραγούδι «Οι φάμπρικες» σε στίχους και μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη
- ※ Σφυρίζει η φάμπρικα, μόλις χαράζει, οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά, / για να δουλέψουνε όλη τη μέρα· γεια σου, περήφανη κι αθάνατη εργατιά.
- (μεταφορικά) τρόπος για να εξαπατήσεις τους άλλους
- ※ Η φάμπρικα των ΜΚΟ: Οταν στη χώρα των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων έχουν ξεφυτρώσει, κατά ορισμένους υπολογισμούς, 30.000 Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, δεν χρειάζονται άλλα... κίνητρα για να ξυπνήσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους. Η φάμπρικα που στήθηκε, με τη συνδρομή διεθνών οργανισμών, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει προμετωπίδα τον εθελοντισμό, την αλληλεγγύη σε πάσχοντες και γενικά το κοινωνικό έργο. (*enet.gr)
- ≈ συνώνυμα: επινόηση, κόλπο, τέχνασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φάμπρικα
|