τέχνασμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέχνασμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέχνασμα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈte.xna.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐χνα‐σμα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τέχνασμα ουδέτερο
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη τέχνη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τέχνασμα
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τέχνασμᾰ | τὰ | τεχνάσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | τεχνάσμᾰτος | τῶν | τεχνασμᾰ́των |
δοτική | τῷ | τεχνάσμᾰτῐ | τοῖς | τεχνάσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | τέχνασμᾰ | τὰ | τεχνάσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | τέχνασμᾰ | τεχνάσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεχνάσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τεχνασμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τέχνασμα ουδέτερο
- έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα
- τέχνασμα, απάτη, δόλος, πανουργία
- ※ ἀλλὰ τοῦ μητροκτόνου / τεχνάσματ᾽ ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς γέλως (Ευριπίδης, Ορέστης, 1559-1560)
- ※ οἱ μὲν δή τινες λέγουσιν ὡς ταῦτα πάντα τεχνάσματα ἦν τῶν προεστηκότων (Ξενοφών, Ελληνικά, 6, 4, 7)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- τέχνασμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέχνασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.