πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέχνημα τα τεχνήματα
      γενική του τεχνήματος των τεχνημάτων
    αιτιατική το τέχνημα τα τεχνήματα
     κλητική τέχνημα τεχνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέχνημα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέχνημᾰ τὰ τεχνήμᾰτ
      γενική τοῦ τεχνήμᾰτος τῶν τεχνημᾰ́των
      δοτική τῷ τεχνήμᾰτ τοῖς τεχνήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ τέχνημᾰ τὰ τεχνήμᾰτ
     κλητική ! τέχνημᾰ τεχνήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεχνήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  τεχνημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «τεχνητός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.