• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τεχνούργημα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεχνούργημα τα τεχνουργήματα
      γενική του τεχνουργήματος των τεχνουργημάτων
    αιτιατική το τεχνούργημα τα τεχνουργήματα
     κλητική τεχνούργημα τεχνουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τεχνούργημα < ελληνιστική κοινή τεχνούργημα < τεχνουργέω < τεχνουργός < αρχαία ελληνική τέχνη + ἔργον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεχνούργημα ουδέτερο

  • έργο τέχνης, τεχνικό κατασκεύασμα

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • επινόημα
  • κατασκεύασμα
  • κόλπο
  • στρατήγημα
  • τερτίπι
  • τέχνασμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τεχνούργημα
  • αγγλικά : artifact (en)
  • γαλλικά : oeuvre d'art (fr)
  • γερμανικά : artifiziell (de)
  • ιταλικά : artificiale (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τεχνούργημα&oldid=5566061"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Ιουνίου 2022, στις 09:30

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Ιουνίου 2022, στις 09:30.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας