Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεχνούργημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τεχνούργημα
τα
τεχνουργήμα
τ
α
γενική
του
τεχνουργήμα
τ
ος
των
τεχνουργημά
τ
ων
αιτιατική
το
τεχνούργημα
τα
τεχνουργήμα
τ
α
κλητική
τεχνούργημα
τεχνουργήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεχνούργημα
<
ελληνιστική κοινή
τεχνούργημα
<
τεχνουργέω
<
τεχνουργός
<
αρχαία ελληνική
τέχνη
+
ἔργον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεχνούργημα
ουδέτερο
έργο
τέχνης
,
τεχνικό
κατασκεύασμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
επινόημα
κατασκεύασμα
κόλπο
στρατήγημα
τερτίπι
τέχνασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεχνούργημα
αγγλικά
:
artifact
(en)
γαλλικά
:
oeuvre d'art
(fr)
γερμανικά
:
artifiziell
(de)
ιταλικά
:
artificiale
(it)