Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
manœuvre manœuvres

manœuvre (fr) θηλυκό

  1. η μανούβρα, ο ελιγμός, το τέχνασμα
  2. ο ανειδίκευτος εργάτης

Συγγενικά

επεξεργασία