ανειδίκευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανειδίκευτος < α στερητικό και ειδικεύομαι
Επίθετο
επεξεργασία
ανειδίκευτος
- που δεν έχει κάποια ειδικότητα, δεν διαθέτει εξειδίκευση, που συνήθως ασχολείται με χειρωνακτικές εργασίες χαμηλής αμοιβής
- το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανειδίκευτος
|