• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξειδίκευση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξειδίκευση οι εξειδικεύσεις
      γενική της εξειδίκευσης* των εξειδικεύσεων
    αιτιατική την εξειδίκευση τις εξειδικεύσεις
     κλητική εξειδίκευση εξειδικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξειδικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξειδίκευση < εξειδικεύ(ω) + -ση

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksiˈði.cef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξει‐δί‐κευ‐ση
παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ει‐δί‐κευ‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξειδίκευση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξειδικεύω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • εξειδικεύομαι
  • εξειδικεύω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εξειδίκευση
  • αγγλικά : specialization (en)
  • γαλλικά : qualification (fr), spécialisation (fr)
  • εσπεράντο : specialiĝo (eo)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξειδίκευση&oldid=5471803"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 23:02

Γλώσσες

    • Română
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 23:02.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας