ειδικεύομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ειδικεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος ειδικεύω < ειδικός < αρχαία ελληνική εἰδικός < εἶδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *weyd- (βλέπω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ði.ˈkε.vɔ.mε/
ΡήμαΕπεξεργασία
ειδικεύομαι
Επεξεργασία
- εξειδικεύομαι
- → δείτε τις λέξεις ειδικός και είδος
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ειδικεύομαι | ειδικευόμουν(α) | θα ειδικεύομαι | να ειδικεύομαι | ||
β' ενικ. | ειδικεύεσαι | ειδικευόσουν(α) | θα ειδικεύεσαι | να ειδικεύεσαι | (ειδικεύου) | |
γ' ενικ. | ειδικεύεται | ειδικευόταν(ε) | θα ειδικεύεται | να ειδικεύεται | ||
α' πληθ. | ειδικευόμαστε | ειδικευόμαστε ειδικευόμασταν |
θα ειδικευόμαστε | να ειδικευόμαστε | ||
β' πληθ. | ειδικεύεστε | ειδικευόσαστε ειδικευόσασταν |
θα ειδικεύεστε | να ειδικεύεστε | (ειδικεύεστε) | |
γ' πληθ. | ειδικεύονται | ειδικεύονταν ειδικευόντουσαν |
θα ειδικεύονται | να ειδικεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ειδικεύτηκα | θα ειδικευτώ | να ειδικευτώ | ειδικευτεί | ||
β' ενικ. | ειδικεύτηκες | θα ειδικευτείς | να ειδικευτείς | ειδικεύσου | ||
γ' ενικ. | ειδικεύτηκε | θα ειδικευτεί | να ειδικευτεί | |||
α' πληθ. | ειδικευτήκαμε | θα ειδικευτούμε | να ειδικευτούμε | |||
β' πληθ. | ειδικευτήκατε | θα ειδικευτείτε | να ειδικευτείτε | ειδικευτείτε | ||
γ' πληθ. | ειδικεύτηκαν ειδικευτήκαν(ε) |
θα ειδικευτούν(ε) | να ειδικευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ειδικευτεί | είχα ειδικευτεί | θα έχω ειδικευτεί | να έχω ειδικευτεί | ειδικευμένος | |
β' ενικ. | έχεις ειδικευτεί | είχες ειδικευτεί | θα έχεις ειδικευτεί | να έχεις ειδικευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ειδικευτεί | είχε ειδικευτεί | θα έχει ειδικευτεί | να έχει ειδικευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ειδικευτεί | είχαμε ειδικευτεί | θα έχουμε ειδικευτεί | να έχουμε ειδικευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ειδικευτεί | είχατε ειδικευτεί | θα έχετε ειδικευτεί | να έχετε ειδικευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ειδικευτεί | είχαν ειδικευτεί | θα έχουν ειδικευτεί | να έχουν ειδικευτεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ειδικεύομαι