ΔΦΑ : /i.ðiˈce.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειδικεύομαι

ειδικεύομαι, π.αόρ.: ειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: ειδικευμένος, (ενεργ.: ειδικεύω)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ειδικός και είδος