Ετυμολογία

επεξεργασία

ειδικεύω, αόρ.: ειδίκευσα, παθ.φωνή: ειδικεύομαι, π.αόρ.: ειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: ειδικευμένος

  • κάνω κάποιον ειδικό σε έναν τομέα (όπως, επιστημονικό, επαγγελματικό)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία