Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξειδικεύω < εξ- + ειδικ(ός) + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spécialiser)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksi.ðiˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξει‐δι‐κεύ‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ει‐δι‐κεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

εξειδικεύω, αόρ.: εξειδίκευσα, παθ.φωνή: εξειδικεύομαι, π.αόρ.: εξειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξειδικευμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία