ειδικευμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ði.cevˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐δι‐κευ‐μέ‐νος
ΜετοχήΕπεξεργασία
ειδικευμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ειδικεύω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ειδικευμένος
|