ΔΦΑ : /e.ksi.ðiˈce.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξειδικεύομαι
παλιότερος συλλαβισμός: εξειδικεύομαι
ομόηχο: εξειδικεύομε

εξειδικεύομαι, π.αόρ.: εξειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξειδικευμένος, (ενεργ.: εξειδικεύω)

Άλλες μορφές

επεξεργασία