εξειδικεύομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξειδικεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξειδικεύω < εξ- + ειδικός + -εύω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
εξειδικεύομαι
- γίνομαι ειδικός σε κάποιον τομέα (τέχνη, επάγγελμα, επιστήμη κ.ά.) εμβαθύνοντας σ’ αυτόν, μαθαίνοντας καλύτερα ό,τι τον αφορά και αποκτώντας σχετική πείρα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- εξειδίκευση
- εξειδικεύω
- → δείτε τις λέξεις ειδικός και είδος
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξειδικεύομαι | εξειδικευόμουν(α) | θα εξειδικεύομαι | να εξειδικεύομαι | ||
β' ενικ. | εξειδικεύεσαι | εξειδικευόσουν(α) | θα εξειδικεύεσαι | να εξειδικεύεσαι | (εξειδικεύου) | |
γ' ενικ. | εξειδικεύεται | εξειδικευόταν(ε) | θα εξειδικεύεται | να εξειδικεύεται | ||
α' πληθ. | εξειδικευόμαστε | εξειδικευόμαστε εξειδικευόμασταν |
θα εξειδικευόμαστε | να εξειδικευόμαστε | ||
β' πληθ. | εξειδικεύεστε | εξειδικευόσαστε εξειδικευόσασταν |
θα εξειδικεύεστε | να εξειδικεύεστε | (εξειδικεύεστε) | |
γ' πληθ. | εξειδικεύονται | εξειδικεύονταν εξειδικευόντουσαν |
θα εξειδικεύονται | να εξειδικεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξειδικεύτηκα | θα εξειδικευτώ | να εξειδικευτώ | εξειδικευτεί | ||
β' ενικ. | εξειδικεύτηκες | θα εξειδικευτείς | να εξειδικευτείς | εξειδικεύσου | ||
γ' ενικ. | εξειδικεύτηκε | θα εξειδικευτεί | να εξειδικευτεί | |||
α' πληθ. | εξειδικευτήκαμε | θα εξειδικευτούμε | να εξειδικευτούμε | |||
β' πληθ. | εξειδικευτήκατε | θα εξειδικευτείτε | να εξειδικευτείτε | εξειδικευτείτε | ||
γ' πληθ. | εξειδικεύτηκαν εξειδικευτήκαν(ε) |
θα εξειδικευτούν(ε) | να εξειδικευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξειδικευτεί | είχα εξειδικευτεί | θα έχω εξειδικευτεί | να έχω εξειδικευτεί | εξειδικευμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξειδικευτεί | είχες εξειδικευτεί | θα έχεις εξειδικευτεί | να έχεις εξειδικευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξειδικευτεί | είχε εξειδικευτεί | θα έχει εξειδικευτεί | να έχει εξειδικευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξειδικευτεί | είχαμε εξειδικευτεί | θα έχουμε εξειδικευτεί | να έχουμε εξειδικευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξειδικευτεί | είχατε εξειδικευτεί | θα έχετε εξειδικευτεί | να έχετε εξειδικευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξειδικευτεί | είχαν εξειδικευτεί | θα έχουν εξειδικευτεί | να έχουν εξειδικευτεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξειδικεύομαι
|