αμοιβή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμοιβή | οι | αμοιβές |
γενική | της | αμοιβής | των | αμοιβών |
αιτιατική | την | αμοιβή | τις | αμοιβές |
κλητική | αμοιβή | αμοιβές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμοιβή < αρχαία ελληνική ἀμοιβή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμοιβή θηλυκό
- το χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος επειδή ολοκλήρωσε μια εργασία για λογαριασμό άλλου (ο όρος αναφέρεται τόσο σε σχέση εξαρτημένης εργασίας όσο και σε προσφορά υπηρεσιών από ελεύθερο επαγγελματία)
- οτιδήποτε παίρνει κάποιος ως αναγνώριση του έργου του
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμοιβή